- νοητάρχης
- νοητάρχης, ὁ (Α)αυτός που κυβερνά τον κόσμο τής νόησης, ο αρχηγός τού νοητού κόσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοητός + -άρχης*) < ἄρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοητάρχης — ruler of the world of Intelligence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)